- χρεμέθω
- χρεμέθω, = sq., [ per.] 3pl. χρεμέθουσι, and subj. -ωσι, Opp.C.1.224, 163; part. -ων ib.263, AP9.295 ([place name] Bianor).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρεμέθω — Α χρεμετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρεμετίζω] … Dictionary of Greek
χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… … Dictionary of Greek
επιχρεμέθω — ἐπιχρεμέθω (Α) χρεμετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρεμέθω, παράλλ. τ. τού χρεμετίζω] … Dictionary of Greek